- αγανακτώ
- αγανακτώ και αγαναχτώ, αγανάκτησα και αγανάχτησα, αγανακτισμένος και αγαναχτισμένος βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… … Dictionary of Greek
ἀγανακτῶ — ἀγανακτέω feel a violent irritation pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀγανακτέω feel a violent irritation pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαναχτώ — αγανακτώ και αγαναχτώ, αγανάκτησα και αγανάχτησα, αγανακτισμένος και αγαναχτισμένος βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
επαγανακτώ — ἐπαγανακτῶ, έω (Α) 1. αγανακτώ, οργίζομαι («ἐπηγανάκτει δ ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐχαλέπαινε», Πλούτ.) 2. (με δοτ.) αγανακτώ εναντίον κάποιου («τὸ ἐπαγανακτεῑν τοῑς ἀκολασταίνουσιν», Κλήμ. Αλ.) … Dictionary of Greek
επαλαστώ — ἐπαλαστῶ, έω (Α) αγανακτώ, οργίζομαι («τὸν δ ἐπαλαστήσαντα προηύδα Παλλάς Αθήνη», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλαστέω, ώ «αγανακτώ, οργίζομαι»] … Dictionary of Greek
θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… … Dictionary of Greek
περιημεκτώ — έω, Α δυσφορώ, αγανακτώ πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θυμίζει ως προς τη σημ. του το ἀγανακτῶ και ως προς τη μορφή του το πλεονεκτῶ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό παράγωγο ενός αμάρτυρου ρ. *περι εμέω (< περι με επιτατική σημ. + ἐμέω «κάνω εμετό») … Dictionary of Greek
προσαγανακτώ — έω, Α 1. αγανακτώ, δυσφορώ, οργίζομαι επί πλέον 2. αγανακτώ με κάτι επιπροσθέτως … Dictionary of Greek
σκύζομαι — Α 1. οργίζομαι, αγανακτώ («σκυζομένη Διὶ πατρί, χόλος δέ μιν ἄγριος ᾕρει», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι θυμωμένος, χωλώνομαι («οὔ σευ ἐγώ γε σκυζομένης ἀλέγω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. σκύζομαι (< σκυδ jομαι) ανάγεται… … Dictionary of Greek